Η Καρδίτσα κέντρο του αγροτικού κινήματος στη Θεσσαλία:
 
 
Οι αγώνες των αγροτών της Θεσσαλίας εναντίων των τσιφλικάδων, άρχισαν το καλοκαίρι του 1881, αμέσως δηλαδή μετά την αποχώρηση των τούρκων από την περιοχή. Οι αγώνες εκείνοι δεν ήταν οργανωμένοι. Ξεσπούσαν σε χωριά αυθόρμητα, ανάλογα με τη ζωηρότητα των κατοίκων του και το δυναμισμό των πρωτοποριακών στοιχείων τους. Τη μεγαλύτερη οξύτητα και τη μαζικότερη συμμετοχή αγροτών στους αγώνες εκείνους παρουσίαζαν τα χωριά των κάμπων Τρικάλων και Καρδίτσας. Σε όλα σχεδόν τα χωριά τους, οι αγρότες αρνήθηκαν από την πρώτη μέρα ν' αναγνωρίσουν κυριότητα στους Έλληνες κεφαλαιούχους, που εμφανίστηκαν ως ιδιοκτήτες τσιφλικιών, τα οποία ισχυρίζονταν ότι αγόρασαν από το τουρκικό δημόσιο με συμβόλαια στην Κωνσταντινούπολη. Ταυτόχρονα οι αγρότες αρνήθηκαν από την πρώτη επίσης μέρα να δώσουν σε αυτούς τους νέους τσιφλικάδες το μέρος από τη σοδειά που διεκδικούσαν, το γνωστό "γήμορο". Δεν αναγνωρίζονταν σε αυτούς ούτε αυτό το δικαίωμα. Στο πλευρό των αγροτών έσπευσαν, από την πρώτη στιγμή, να σταθούν οι κάτοικοι των πόλεων, με πρώτους τους επιστήμονες.
 
Αγροτικό κίνημα
 
Στις εκλογές που έγιναν για πρώτη φορά στην ελεύθερη Θεσσαλία τον Δεκέμβριο του 1881, οι υποψήφιοι του κόμματος του Κουμουνδούρου γύριζαν στα χωριά και παρότρυναν τους αγρότες να μη δίνουν "γήμορο". Το κόμμα του Κουμουνδούρου θριάμβευσε με την φιλοαγροτική του πολιτική στη Θεσσαλία και εξέλεξε τους περισσότερους βουλευτές. Τους κεφαλαιούχους όμως, υποστήριζαν πολλοί υπουργοί. Και αυτοί αμέσως το καλοκαίρι του 1881, εξαπέλυσαν στρατό να συνοδεύει επιστάτες των τσιφλικάδων στα αλώνια να αρπάζουν "γήμορο". Οι αγρότες προέβαλαν ομαδική αντίσταση. Ο στρατός χρησιμοποίησε λόγχες. Πολλοί αγρότες τραυματίστηκαν από τις λόγχες. Πόσοι πέθαναν από αυτούς, άγνωστο. Γνωστό είναι αυτό που έγραψε εφημερίδα της Λάρισας, ότι δηλαδή, το 1881 στα Τρίκαλα και στην Καρδίτσα βρίσκονται απάνθρωπα στοιβαγμένοι σε φυλακές περισσότεροι από διακόσιοι αγρότες, με την κατηγορία της άρνησης του "γήμορου" και αντίστασης κατά της αρχής. Άλλη εφημερίδα έγραψε, ότι στο χωριό Σκλάταινα ή Ρίζωμα Τρικάλων, οι αγρότες δεν περιορίστηκαν σε άρνηση του "γήμορου" αλλά έκαναν και κατάληψη στο τσιφλίκι υποστηρίζοντας ότι τα χωράφια του είναι όλα δικά τους. Οι αρχές έστειλαν τμήμα στρατού να τους βγάλει από τα χωράφια. Ο στρατός αρνήθηκε να εκτελέσει τέτοια εντολή. Η κυβέρνηση έσπευσε να μετακινήσει στη Λάρισα ολόκληρο το σύνταγμα στο οποίο ανήκε το τμήμα εκείνο, για να προλάβει μετάδοση της ανυπακοής και σε άλλες μονάδες του. Οι τσιφλικάδες ισχυρίζονταν ότι αγόρασαν τη γη με όλα όσα υπήρχαν έπ' αυτής, σπίτια, χωράφια, δένδρα, ποτάμια, εκκλησίες μέχρι και τα νεκροταφεία. Μόνο τον αέρα άφηναν απ' έξω. Επίσης, ισχυρίζονταν ότι με τη γη αγόρασαν και τους αγρότες για κολίγους. Δεν παρουσίασαν όμως σχεδόν ποτέ τούρκικους τίτλους ιδιοκτησίας. Οι αγρότες από τη μεριά τους, επέμεναν ότι σπίτια και χωράφια ήταν δικά τους ανέκαθεν πάππου προς πάππο. Οι Τούρκοι, έλεγαν οι αγρότες, "βάφτισαν τα χωράφια μας τσιφλίκια με τη βία". Οι Τούρκοι τώρα έφυγαν και μαζί τους έφυγε και η βία με τα τσιφλίκια. Συνεπώς, εμείς οι αγρότες είμαστε ιδιοκτήτες και ελεύθεροι όπως και όλοι οι άλλοι Έλληνες. Γύρω από τη διαφωνία αυτή ξέσπασε σύγκρουση, ανάμεσα στους 30 με 40 μεγαλοτσιφλικάδες και τις χιλιάδες αγροτικές οικογένειες της Δυτικής Θεσσαλίας. Στην Κεντρική και την Ανατολική Θεσσαλία επικρατούσαν άλλες συνθήκες και οι αγώνες εκεί πήραν άλλη μορφή.
 
Από εκείνη την σύγκρουση γεννήθηκαν μεγάλα ζητήματα νομικά, οικονομικά, κοινωνικά και εθνικά. Έχοντας οι τσιφλικάδες άφθονα χρήματα και την κυβέρνηση με το μέρος τους επηρεάζουν τα δικαστήρια και με στρεψοδικίες κερδίζουν τις δίκες. Το δίκιο είναι πάντα με το μέρος τους. Όσες φορές το αγροτικό ζήτημα της Θεσσαλίας φθάνει στη Βουλή, η πλειοψηφία της συντάσσεται με τους τσιφλικάδες. Όταν ιδρύονται τράπεζες για τους αγρότες της Θεσσαλίας, τα δάνεια δίνονται σε αγρότες της Αττικής. Οι κοινωνικές και εθνικές ελευθερίες των αγροτών της Θεσσαλίας περιορίζονται από τις κυβερνήσεις και βγαίνουν κάποιοι θεωρητικοί που υποστηρίζουν ότι οι αγρότες της Θεσσαλίας δεν μπορεί να έχουν τέτοιες ελευθερίες γιατί γεννήθηκαν κολίγοι, δεμένοι με το τσιφλίκι και υποταγμένοι στους τσιφλικάδες. Αγράμματοι και φτωχοί οι αγρότες, αδυνατούσαν να τα βγάλουν πέρα με τις σοφιστείες, τις νομολογίες και τις δήθεν φιλοσοφημένες θεωρίες για ελεύθερους και δούλους. Και πολύ περισσότερο αδυνατούσαν να τα βγάλουν πέρα με τους τσιφλικάδες στα δικαστήρια, που απαιτούσαν μεγάλα έξοδα. Και ούτε είχαν δημιουργήσει - οι Θεσσαλοί αγρότες - παράδοση κοινωνικών αγώνων, που μόλις είχαν βγει από τη σκλαβιά πεντακοσίων περίπου χρόνων. Τόσο κράτησε αυτή στη Θεσσαλία. Η άδικη αυτή συμπεριφορά της πολιτείας τους έπνιγε και μη έχοντας τι άλλο να κάνουν, φώναζαν. Ξεσηκώνονταν και δημιουργούσαν κάθε τόσο εξεγέρσεις σε χωριά αλλά οι διαμαρτυρίες τους καταπνίγονταν από την αδιαφορία της κυβέρνησης. Τους αγρότες έσπευσε να τους συμπαρασταθεί η θεσσαλική διανόηση. Δικηγόροι τρέχουν στα δικαστήρια να τους υπερασπίσουν. Άλλοι μετέχουν σε πανελλαδικά συνέδρια και προβάλλουν τα ζητήματα των αγροτών. Άλλοι γράφουν βιβλία και άρθρα στις εφημερίδες. Με άλλα λόγια η διανόηση προβάλλει έντονα την απαλλοτρίωση και την απελευθέρωση των αγροτών από τη σκλαβιά των τσιφλικάδων. Έτσι, η θεσσαλική διανόηση προσφέρθηκε και ανέλαβε εθελοντικά την ηγεσία του αγροτικού κινήματος της Θεσσαλίας, διατυπώνοντας από την δεκαετία του 1880 το ιδεολογικό περιεχόμενό του. Ιδεολογικό κέντρο του αγροτικού κινήματος είναι ο Βόλος. Εκεί εκδίδονται μεγάλες εφημερίδες και αυτές, καθημερινά, σφυροκοπούν τσιφλικάδες και κυβέρνηση και υπερασπίζονται την ανάγκη για απαλλοτρίωση. Από εκείνες τις εφημερίδες του Βόλου αναδείχθηκαν, γράφοντας από εδώ, την Καρδίτσα, δύο σπουδαίοι Θεσσαλοί δημοσιογράφοι με πανελλαδική κατόπιν προβολή, ο Γιώργος Σαμαρόπουλος και ο Αλέκος Μέρος. Σε ανταποκρίσεις τους εριγράφουν τοπικές εξεγέρσεις των αγροτών, όπως η μεγάλη στον Παλαμά και σε άλλα χωριά και καταγγέλλουν το κράτος και τους τσιφλικάδες. Σε μια τέτοια ανταπόκριση κατήγγειλαν ως άδικη την απόφαση του Δικαστηρίου της Καρδίτσας, γιατί καταδίκασε αγρότες του Παλαμά που αρνήθηκαν "γήμορο" στους τσιφλικάδες.
 
Γενικότερα, από το 1881 μέχρι το 1905, επί εικοσιπέντε χρόνια στους κάμπους της Θεσσαλίας διεξάγεται μια σύγκρουση ανάμεσα σε δύο κόσμους, τον κόσμο των τσιφλικάδων, με το κράτος από τη μια και τον κόσμο των αγροτών, με όλους σχεδόν τους Θεσσαλούς από την άλλη. Η σύγκρουση είναι σκληρή και αιματηρή. Δεν θα μάθουμε ποτέ πόσοι αγρότες έπεσαν νεκροί στη διάρκειά της και πόσα βάσανα και πίκρες δοκίμασαν αυτοί και τα παιδιά τους. Τα περισσότερα από τα παιδιά αυτά τα θέριζαν οι ελονοσίες, τύφοι, πνευμονίες και φυματίωση καλπάζουσα. Οι αγρότες όμως της Θεσσαλίας συνέχιζαν άκαμπτοι να μην αναγνωρίζουν στους τσιφλικάδες κυριότητα. Στη διάρκεια όμως αυτών των εικοσιπέντε χρόνων αγώνων, συντελούνται διαφοροποιήσεις. Αρκετά αγροτόπαιδα της Θεσσαλίας σπούδασαν δικηγόροι, γιατροί και δάσκαλοι. Κάποια από αυτά ανέλαβαν πρωτοβουλία και συγκρότησαν στα Τρίκαλα και την Καρδίτσα έναν Αγροτικό Σύνδεσμο. Η ίδρυσή του έγινε όταν στους κάμπους απλώνονταν οργή και αγανάκτηση από την πρόκληση της κυβέρνησης να επιβάλλει την "Μορτή". Το νομοσχέδιο δηλαδή που θα νομιμοποιούσε όλεςτις αυθαιρεσίες των τσιφλικάδων και θα καθιέρωνε για πάντα την σκλαβιά των αγροτών σε αυτούς. Μια από τις πρώτες ενέργειες των Αγροτικών Συνδέσμων ήταν να υποβάλλουν στη βουλή μακρό υπόμνημα. Σε αυτό αναφέρεται το ιστορικό του αγροτικού ζητήματος της Θεσσαλίας και ζητείται η απόσυρση του νομοσχεδίου περί Μορτής, με την προειδοποίηση ότι αν ψηφιστεί αυτό θα υπάρξουν θύελλες στους κάμπους. Το υπόμνημα τυπογραφήθηκε στα Τρίκαλα σε φυλλάδιο με δεκαέξι σελίδες και διασκορπίστηκε σε όλα τα χωριά της Θεσσαλίας και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Με τους αγροτικούς συνδέσμους Τρικάλων και Καρδίτσας μετατοπίστηκε το Κέντρο του Αγροτικού Κινήματος από το Βόλο στην Δυτική Θεσσαλία. Ταυτόχρονα, με τους Συνδέσμους ανήλθαν στην ηγεσία του αγώνα παιδιά των αγροτών. Η αγροτική τάξη της Θεσσαλίας αποκτούσε τώρα τη δική της ηγεσία βγαλμένη από τους κόλπους της. Αυτός είναι ο ένας από τους παράγοντες που συνέβαλαν στα όσα συγκλονιστικά επακολούθησαν στην Θεσσαλία με τις μεγάλες εξεγέρσεις. Ο δεύτερος παράγοντας, αυτός που έδωσε την ευκαιρία στον πρώτο να δράσει, είναι η επανάσταση των αξιωματικών στο Γουδί, την 15η Αυγούστου 1909. Η επανάσταση στο Γουδί, έφερε στο προσκήνιο τις δημοκρατικές δυνάμεις στις οποίες έδωσε την δυνατότητα να δραστηριοποιηθούν. Ο Αγροτικός Σύνδεσμος της Καρδίτσας άρπαξε την ευκαιρία.
 
Ο Πρόεδρός του, δικηγόρος Δημήτριος Μπούσδρας απέστειλε αντιπρόσωπό του στην Αθήνα, ο οποίος έγινε δεκτός από τον αρχηγό της επανάστασης συνταγματάρχη Νικόλαο Ζορμπά, Θεσσαλό από τις Μηλιές Πηλίου. Ο Ζορμπάς είχε υπηρετήσει πολλά χρόνια ως αξιωματικός στη Θεσσαλία και είχε πολεμήσει εκεί το 1897. Γνώριζε την τραγική κατάσταση των αγροτών της και το αγροτικό ζήτημα. Προσφέρθηκε να βοηθήσει, αλλα ταυτόχρονα, συνέστησε στους Θεσσαλούς να δραστηριοποιηθούν, για να πιεσθούν οι πολιτικοί και ν' αναγκαστούν να προχωρήσουν στην απαλλοτρίωση. Επί πλέον, επεσήμανε ότι οι πολιτικοί δεν έχουν όρεξη για απαλλοτρίωση. Ενθαρρυμένοι από τον Ζορμπά οι ηγέτες του αγροτικού κινήματος της Καρδίτσας ανέπτυξαν έντονη δραστηριότητα. Συγκάλεσαν τοπικά συνέδρια κατά δήμους, ίδρυσαν αγροτικούς συνδέσμους σε χωριά και συγκρότησαν έτσι, κάθετη οργάνωση των αγροτών της περιοχής τους. Και τότε προχώρησαν στην συγκρότηση συλλαλητηρίων στην Καρδίτσα. Τα συλλαλητήρια αυτά σημείωσαν πρωτοφανή επιτυχία. Για πρώτη φορά στη Θεσσαλία οι αγρότες έμπαιναν στην πόλη, στην Καρδίτσα, κρατώντας λάβαρα και ζητωκραυγάζοντας για την απαλλοτρίωση. Τους αγρότες έσπευσαν να τους συμπαρασταθούν και οι κάτοικοι της Καρδίτσας με πρώτους τους καπνεργάτες. Οι καπνεργάτες είχαν αποκτήσει πείρα από κοινωνικούς αγώνες, με απεργίες πριν μερικά χρόνια. Σε ένα από αυτά τα συλλαλητήρια έπεσε και ο πρώτος νεκρός αγρότης μέσα στην Καρδίτσα. Ουσιαστικά, η Καρδίτσα και οι κάμποι της βρίσκονταν, την περίοδο αυτή, σε διαρκή εξέγερση. Παράλληλα, οι ηγέτες της Καρδίτσας ανέλαβαν πρωτοβουλία για τη οργάνωση αγροτικών συνδέσμων και στην υπόλοιπη Θεσσαλία. Για το σκοπό αυτό απέστειλαν αντιπροσώπους τους στα Φάρσαλα, Βόλο, Λάρισα, και Τρίκαλα και κάλεσαν σε τοπικέ συσκέψεις τους πρωτοπόρους αγωνιστές των περιοχών τους. Σε αυτά αποφασίστηκε να ιδρυθούν και στα δικά τους χωριά άτυποι αγροτικοί σύνδεσμοι, όπως κι έγινε. Στα Τρίκαλα μάλιστα, αποφασίστηκε και συγκροτήθηκε συλλαλητήριο. Τελικά, και με την πρωτοβουλία πάντοτε των ηγετών της Καρδίτσας η οργανωτική προσπάθεια ολοκληρώθηκε με τη συγκρότηση μεγάλης Πανθεσσαλικής Επιτροπής Αγώνα, με τριακόσια μέλη και πρόεδρο τον Δημήτριο Μπούσδρα. Αντιπροσωπεία της Επιτροπής αυτής κατέβηκε στην Αθήνα. Επισκέφθηκε τον πρωθυπουργό , υπουργούς, αρχηγούς κομμάτων και άλλους παράγοντες. Επέδωσε υπόμνημα, ανέπτυξε και προφορικά την αναγκαιότητα της απαλλοτρίωσης και τελικά επέτυχε να υποβληθεί στη βουλή νομοσχέδιο για τη λύση του αγροτικού ζητήματος στη Θεσσαλία. Το νομοσχέδιο αυτό είχε συντάξει Καρδιτσιώτης βουλευτής. Από τις επαφές στην Αθήνα με πολιτικούς, και κυρίως από το ότι δεν προχωρούσε το νομοσχέδιο για συζήτηση, η Επιτροπή των Θεσσαλών κατάλαβε ότι τα μεγάλα κόμματα στα φανερά κάνουν πως υποστηρίζουν, αλλά στα παρασκήνια βάζουν εμπόδια. Επεδίωκαν, έτσι, να κερδίσουν χρόνο με την πονηρή σκέψη ότι οι αξιωματικοί θα επιστρέψουν στους στρατώνες και η εξουσία θα περιέλθει πάλι σε πολιτικούς. Για να υπερνικήσει την κρυφή αντίδραση των πολιτικών κομμάτων η αντιπροσωπεία των Θεσσαλών, έκρινε ότι πρέπει ν' ασκηθεί μεγαλύτερη πίεση στην κυβέρνηση, ώστε ν' αναγκαστεί να συζητήσει το νομοσχέδιο για την απαλλοτρίωση. Για την πραγματοποίηση του σκοπού αυτού ο Μπούσδρας έκρινε ότι παράλληλα προς τις ενέργειες της επιτροπής στην Αθήνα, πρέπει να γίνουν και άλλα συλλαλητήρια στην Θεσσαλία. Και ένα από αυτά να είναι μεγάλο, Πανθεσσαλικό. Για το Πανθεσσαλικό συλλαλητήριο διαλέχτηκε ως καταλληλότερη πόλη η Λάρισα. Χωρίς χρονοτριβή, ο Μπούσδρας έγραψε στους Λαρισινούς αγωνιστές να προχωρήσουν στην πραγματοποίησή του. Το Πανθεσσαλικό αυτό συλλαλητήριο στη Λάρισα ορίστηκε για την Κυριακή 6 Μαρτίου 1910. Για την οργάνωσή του χρησιμοποιήθηκε η πείρα από τα προηγούμενα συλλαλητήρια των Τρικάλων και της Καρδίτσας. Αγωνιστές από την Καρδίτσα, που είναι γνωστά τα ονόματά τους, πήγαν στη Λάρισα και μετέδωσαν αυτή την πείρα, μετέχοντας μάλιστα και οι ίδιοι στην οργάνωσή του. Το Πανθεσσαλικό αυτό συλλαλητήριο της Λάρισας κατέληξε σε εξέγερση με 7 νεκρούς και έμεινε στην ιστορία με το όνομα "εξέγερση του Κιλελέρ".
 
Η εξέγερση του Κιλελέρ δεν αποτελεί αυθαίρετο, ξεκρέμαστο κοινωνικό φαινόμενο, ούτε έγινε με κάποιο παράγγελμα που εκφώνησε κάποιος πριν από χρόνια. Η εξέγερση εκείνη αποτελεί την κατάληξη μακρών και αιματηρών αγώνων, στη διάρκεια των οποίων, οι Θεσσαλοί αγρότες ανέπτυξαν όλες τις μορφές πάλης, από τις κατώτερες μέχρι τις ανώτερες, όπως : - άρνηση αναγνώρισης ως ιδιοκτητών γης των κεφαλαιούχων νέων τσιφλικάδων, ομαδική άρνηση παράδοσης "γήμορου" σε αυτούς, αντίσταση στις διώξεις τους και στην τρομοκρατία τους, καταλήψεις τσιφλικιών, αντίσταση ομαδική στη βία, στις συλλήψεις και στα βασανιστήρια, τοπικές εξεγέρσεις σε χωριά, και άλλες που δεν ενδιαφέρουν περισσότερο εδώ. Για την περιοχή της Καρδίτσας μάλιστα εγράφη ότι αγροτικές εξεγέρσεις γίνονταν κάθε μήνα. Το γενικότερο συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι η Δυτική Θεσσαλία και ειδικότερα η Καρδίτσα αποτελούσε μετά το 1905 το Κέντρο του Αγροτικού Κινήματος της Θεσσαλίας και ότι οι αγωνιστές της Καρδίτσας ανέλαβαν με πρωτοβουλία τους την ηγεσία του στην οποία ανταποκρίθηκαν επάξια. Η εξέγερση του Κιλελέρ, σε απόσταση 30 μόλις από την Τουρκία, κατατάραξε την Αθήνα. Οι κυβερνήσεις έσπευσαν να υποσχεθούν ρύθμιση του αγροτικού ζητήματος της Θεσσαλίας. Οι σχετικές προτάσεις των Θεσσαλών, διατυπώθηκαν στο Πανελλήνιο συνέδριο στον Βόλο, τον Σεπτέμβρη του 1912. Λίγες μέρες μετά το συνέδριο, ξέσπασαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι και ακολούθησε η Μικρασιατική περιπέτεια του έθνους. Τελικά, το Διάταγμα για την απαλλοτρίωση το υπέγραψε ένας Καρδιτσιώτης, ο Νικόλαος Πλαστήρας. Τιμή λοιπόν και δόξα σε όλους τους Καρδιτσιώτες και τους άλλους Θεσσαλούς αγωνιστές της αγροτικής ιδέας.