Νικόλαος Πλαστήρας 1883 - 1953
 
Νικόλαος Πλαστήρας
 
Το 1923 υπογράφτηκε η Συνθήκη στη Λωζάνης που καθόρισε τα σύνορα της Τουρκίας και έθεσε σε νέο πλαίσιο της σχέσεις Ελλάδας - Τουρκίας. Η διπλωματική επιτυχία αποδόθηκε στον Ελευθέριο Βενιζέλο αλλά αναγνωρίζεται πως τίποτε δεν θα είχε πραγματοποιηθεί χωρίς τις ενέργειες του Νικολάου Πλαστήρα. Στις 16 Δεκεμβρίου 1923 διεξήχθησαν εκλογές και στις 2 Ιανουαρίου 1924 ο Ν. Πλαστήρας παρέδωσε την εξουσία στην Δ' Συντακτική Συνέλευση. Την ίδια ημέρα υπέβαλλε την παραίτησή του από τις τάξεις του στρατού στον υπουργό Στρατιωτικών Μανέτα και έδωσε τέλος στην στρατιωτική του σταδιοδρομία. Η Δ' Εθνοσυνέλευση τον ανακήρυξε "Άξιο της Πατρίδας" και απένειμε σε αυτόν και τον Γονατά τον βαθμό του Υποστράτηγου. Αφού παρέδωσε στη νέα κατάσταση πραγμάτων τόσο τη στρατιωτική όσο και την πολιτική εξουσία που είχε συγκεντρώσει στα χέρια του, ο Ν. Πλαστήρας έφυγε εκτός Ελλάδας και άρχισε ταξίδια στην Ευρώπη. Έναν χρόνο αργότερα (1925) επέστρεψε στην Καρδίτσα όπου τον βρήκε το κίνημα του Πάγκαλου. Αναγκάστηκε τότε να ξαναφύγει, αλλά και πάλι επέστρεψε, αφού στο μεταξύ ο Θ. Πάγκαλος είχε ανατραπεί από τον Γ. Κονδύλη.
ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ-ΓΟΝΑΤΑΣ
Στυλιανός Γονατάς και Νικόλαος Πλαστήρας
Τον Απρίλιο του 1933 ο Ν. Πλαστήρας επιχείρησε νέο επαναστατικό κίνημα, που όμως απέτυχε. Παρ' όλα αυτά, δεν δίστασε να συμμετάσχει και στο Κίνημα του 1935, που επίσης απέτυχε. Έτσι ο Ν. Πλαστήρας πήρε ξανά τον δρόμο για την Ευρώπη, χωρίς όμως την πρόθεση να εγκαταλείψει ούτε τα οράματά του, ούτε τις φιλοδοξίες του για την πατρίδα.
Όσο βρίσκονταν στην Ευρώπη προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρατά την επαφή του με τα πολιτικά δρώμενα στην Ελλάδα. Προέβη όμως σε μια κίνηση η οποία τον έβλαψε πολιτικά: έστειλε μια επιστολή προς την Ελληνική κυβέρνηση, στην οποία εξέφραζε την άποψη ότι η Ελλάδα θα μπορούσε να συνθηκολογήσει με τους Ιταλούς κατακτητές. Τελικά όλο το διάστημα της Κατοχής παρέμεινε εξόριστος στη Νίκαια της Γαλλίας. Οι Έλληνες ξαναθυμήθηκαν τον Ν. Πλαστήρα, όταν η χώρα είχε καταστραφεί και η κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου αποδείχθηκε ανήμπορη να επιβάλλει το νόμο και την τάξη μετά τα "Δεκεμβριανά". Ο πολιτικός κόσμος τον κάλεσε τότε να αναλάβει το ρόλο του ειρηνοποιού ανάμεσα σε Δεξιούς, Κεντρώους και Αριστερούς. Ο ίδιος άλλωστε είχε καταγγείλει τόσο την Αριστερά όσο και τους κυβερνητικούς για τις μεθοδεύσεις τους, που είχαν οδηγήσει τη χώρα σε αδελφοκτόνο πόλεμο, τον οποίο πρώτος ο "Μαύρος Καβαλάρης" είχε χαρακτηρίσει "Εμφύλιο". Με πίστη στην προοπτική της συμφιλίωσης των Ελλήνων, ο Νικόλαος Πλαστήρας ορκίστηκε στις 5 Ιανουαρίου 1945 πρωθυπουργός της χώρας και ανέλαβε τη διαχείριση του κράτους. Οι αντίπαλοί του όμως μεθόδευσαν την πτώση του, ανατρέχοντας στις απόψεις του, που δημοσιοποιήθηκαν κυρίως από την εφημερίδα Ελληνικόν Αίμα, από τις στήλες της οποίας είδε το φως της δημοσιότητας και η επιστολή του Πρεσβευτή Π. Μεταξά. «Ακολούθησε σάλος. Στις 8 Απριλίου του 1945, ο αντιβασιλέας - αρχιεπίσκοπος με επιστολή του προς τον Νικόλαο Πλαστήρα [...] έπαυσε την κυβέρνηση [...] .Αυθημερόν υποβλήθηκε παραίτηση της Κυβερνήσεως Νικολάου Πλαστήρα και διορισμός νέας υπό τον Π. Βούλγαρη. Συγχρόνως ο τέως πρωθυπουργός παραιτήθηκε και από την αρχιστρατηγία.».
 
Η Συνθήκη της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945), η παραίτησή του στις 10 Απριλίου 1945, η δημιουργία υπό την ηγεσία του ενός νέου πολιτικού σχηματισμού της Εθνικής Προοδευτικής Ένωσης Κέντρου (ΕΠΕΚ) στις 14 Ιανουαρίου του 1950 και οι αλλεπάλληλες εναλλαγές κυβερνήσεων σημάδεψαν τη σταδιοδρομία τους. Στις εκλογές της 5ης Μαρτίου του 1950 η ΕΠΕΚ κατέλαβε την τρίτη θέση και ο Ν. Πλαστήρας υποστήριξε τη συγκρότηση κυβέρνησης υπό τον Σοφοκλή Βενιζέλο, που δεν μπόρεσε όμως να επιβιώσει και έτσι, ύστερα από λίγες ημέρες ορκίστηκε νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Νικόλαο Πλαστήρα. Η προσπάθεια όμως του Πλαστήρα να εφαρμόσει μέτρα που αποσκοπούσαν στον περιορισμό των διώξεων κατά της αριστεράς και στην άμβλυνση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου προκάλεσε τότε την αντίδραση της αντιπολίτευσης και τελικά οδήγησε στην πτώση του στις 21 Αυγούστου 1950. Στις εκλογές, ωστόσο, της 9ης Σεπτεμβρίου 1951 η παράταξή του, η ΕΠΕΚ, ήρθε δεύτερη και ανέδειξε 74 βουλευτές, οπότε σε συνεργασία με το κόμμα των Φιλελευθέρων ο Ν. Πλαστήρας σχημάτισε και πάλι κυβέρνηση που ορκίστηκε στις 25 Νοεμβρίου του 1951 και παρέμεινε στην εξουσία μέχρι τον Οκτώβριο του 1952. Στις νέες όμως εκλογές που έγιναν το Νοέμβριο του 1952 η ΕΠΕΚ ηττήθηκε κατά κράτος ,γεγονός που για τον Πλαστήρα σήμαινε το τέλος της πολιτικής του δράσης. Σύντομα ήλθε και το τέλος της ζωής του. Η εύθραυστη υγεία του "Μαύρου Καβαλάρη" είχε αρχίσει να κλονίζεται ανεπανόρθωτα από το 1951 και ύστερα από αρκετές καρδιακές προσβολές μετέβη, τον Δεκέμβριο του 1952 στην Αμερική για περαιτέρω θεραπεία. Ήταν όμως ήδη πολύ αργά. Ένα νέο καρδιακό επεισόδιο τον Ιούλιο του 1953 έδωσε τέλος σε έναν κύκλο ζωής γεμάτο χαρές, λύπες αλλά και έντονο πολιτικό παρασκήνιο. Άφησε την τελευταία του πνοή στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου 1953.
 
ΠΛΑΣΤΗΡΑΣ-ΚΑΡΔΙΤΣΑ
Το άγαλμα του Μαύρου Καβαλλάρη στην πλατεία της Καρδίτσας
Ο Νικόλαος Πλαστήρας, ως στρατιωτικός και πολιτικός, υπήρξε αναμφισβήτητα μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή φυσιογνωμία. Ανήκει στους κορυφαίους εκπροσώπους της ελληνικής πολιτικής σκηνής, ο οποίος - κατά γενική
ομολογία - διακρίθηκε σε εξαιρετικά δύσκολες στιγμές του έθνους. Η στρατιωτική δράση του τόσο κατά τους Βαλκανικούς πολέμους όσο και κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία, καθώς και η συνεισφορά του στην εθνική συμφιλίωση που ακολούθησε τα "Δεκεμβριανά" και τον Εμφύλιο πόλεμο, είχαν ως αποτέλεσμα να περάσει στη σφαίρα του θρύλου. «Ο Νικόλαος Πλαστήρας υπήρξε ένας γενναίος στρατηγός, ένας από τους καλύτερους πρωθυπουργούς. Αλλά αυτό δεν είναι το διαβατήριό του για την ιστορία, για την αιωνιότητα. Ο Πλαστήρας υπήρξε ο "Ναυαγοσώστης του Έθνους" δύο φορές. Η πρώτη φορά ήταν το '22 και η δεύτερη το '45-'50 . Το 22 μεταχειρίστηκε ως μέσον σωτηρίας τη ρομφαία, ενώ το '45 - '50 την επιείκεια, τον ανθρωπισμό, την κατανόηση των εθνικών και ταξικών προβλημάτων της εποχής του». (Απόσπασμα από την εισήγηση του Γιάννη Ζίγδη στο Ιστορικό Πολιτικό Συνέδριο για τον Πλαστήρα στην Καρδίτσα το 1994). Ο Πλαστήρας εξάλλου, ήταν αυτός που έκανε την πρώτη μεγάλη απαλλοτρίωση των τσιφλικιών το 1922 - 1923 (νομοθετικό διάταγμα 14.2.23), αλλά και τη δεύτερη το 1952, καθώς και εκείνος οραματίστηκε τη δημιουργία της λίμνης Πλαστήρα, με την κατασκευή του φράγματος του ποταμού Μέγδοβα - υποστηρίζεται ότι η ιδέα αυτή προέκυψε κατά την περιοδεία του στην Περιφέρεια του νομού Καρδίτσας. Τελικά το έργο ολοκληρώθηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Εκτός όμως από ικανότατος στρατιωτικός με έντονη πολιτική δράση, ο Νικόλαος Πλαστήρας παρότι έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως ιδιόρρυθμος, υπήρξε ένας υπερήφανος άνθρωπος, υπόδειγμα τιμιότητας, αρετής, ανιδιοτελούς προσφοράς και απλοχέρης ανθρωπιάς, μέγιστη ένδειξη της οποίας υπήρξε η υιοθέτηση πέντε προσφυγόπουλων, τα οποία φρόντιζε με υπερβάλλοντα ζήλο. Πολλές φορές μάλιστα προσέφερε αθόρυβα και διακριτικά το μισθό του σε ανθρώπους που είχαν ανάγκη οικονομικής στήριξης. Ποτέ του δεν απέκτησε περιουσιακά στοιχεία και έμεινε στην ιστορία ως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα πολιτικού και στρατιωτικού που «πέθανε στην ψάθα». «Δεν κοίταζε το ατομικό και το ειδικό. Απέναντι στην Καρδίτσα στάθηκε επίσης γενναιόφρονας». Χαρακτηριστικό της συναισθηματικότητας και της απέραντης αγάπης του Νικολάου Πλαστήρα για τον τόπο που τον γέννησε και τον ανέδειξε αποτελεί η παράκληση που απηύθυνε τις τελευταίες στιγμές της ζωής του στον προσωπικό του γιατρό, τον χειρουργό Αντώνη Παπαΐωάννου να πάρει την καρδιά του και να την μεταφέρει στην Καρδίτσα. Στις 4 Νοεμβρίου του 1980 η πόλη υποδέχτηκε την καρδιά του Μαύρου Καβαλάρη, η οποία έκτοτε φυλάσσεται στον Λαογραφικό Μουσείο. Αναφέρεται χαρακτηριστικά πως «στην κηδεία του, όπως παρατήρησε δημοσιογράφος αντίπαλης προς τον Πλαστήρα εφημερίδας, παραβρέθηκαν άνθρωποι από όλα τα κοινωνικά στρώματα και απ' όλα τα πολιτικά κόμματα, πράγμα ασύνηθες για την τότε Ελληνική πραγματικότητα».
 
Παραδείγματα ήθους..